Απαρχές
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού είναι ή συνέχεια της Ελληνικής Παλαιογραφικής Εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1971 από ομάδα φοιτητών, πανεπιστημιακών βοηθών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και φιλολόγων-ιστορικών. Πυρήνας της ομάδας αυτής ήταν τα μέλη του φροντιστηρίου της ελληνικής και λατινικής παλαιογραφίας, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1968 με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Ντόκο, βοηθό τότε στο Ιστορικό Σπουδαστήριο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα γίνονταν έξω από το Πανεπιστήμιο (στο Ιδιωτικό φροντιστήριο Αραχωβίτη) και τα παρακολουθούσαν ελεύθερα φοιτητές, πανεπιστημιακοί και άλλοι που είχαν ενδιαφέρον για την παλαιογραφία. Σκοπός του φροντιστηρίου ήταν, γενικά, η εξοικείωση των μελών του με τη μεσαιωνική ελληνική και λατινική παλαιογραφία, αλλά και η προετοιμασία των μελλοντικών υποτρόφων του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, για τους οποίους το μάθημα της παλαιογραφίας ήταν απαραίτητο προκειμένου να συμμετάσχουν στις εξετάσεις. Πρέπει να υπογραμμιστεί όμως ότι το φροντιστήριο δεν ήταν μόνο ένα σχολείο παλαιογραφίας. Ήταν συγχρόνως και ένα ζεστό φιλικό στέκι. Ιδιαίτερα για τα νεότερα μέλη του, και ένας χώρος ελευθέρων συζητήσεων και επιστημονικού προβληματισμού μέσα σε μιαν εγκάρδια και ανάλαφρη ατμόσφαιρα, σε μία εποχή που δεν περίσσευαν οι δυνατότητες για τέτοιου είδους συναντήσεις.
Μέσα από το φροντιστήριο παλαιογραφίας προέκυψε η Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία. Την άνοιξη του 1971 τα μέλη του φροντιστηρίου αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ίδρυση ενός επιστημονικού σωματείου, μέσα από το όποιο θα εξέφραζαν με συλλογικότερο τρόπο τις αναζητήσεις τους στο χώρο της ιστορικής έρευνας. Οι κατευθύνσεις της Εταιρείας εξειδικεύονται στο πρώτο άρθρο του Καταστατικού της (Μάιος 1971): «Σκοπός της Εταιρείας είναι η ανάπτυξις και προαγωγή των ιστορικών μελετών και ερευνών ως και των βοηθητικών της Ιστορίας επιστημών, της Παλαιογραφίας, Επιγραφικής, Διπλωματικής, Χρονολογίας και πάσης συγγενούς επιστήμης». Οι κατευθύνσεις αυτές θα διατυπωθούν καθαρότερα στον εσωτερικό Κανονισμό της (1972): «Αποσαφηνίζοντας τους παραπάνω σκοπούς, κρίνουμε απαραίτητο να τονίσουμε ότι επιθυμούμε να υπηρετήσουμε τις Ιστορικές επιστήμες, σκοπεύοντας στην καθολική όραση του παρελθόντος και χρησιμοποιώντας ως μέσα την έρευνα γνωστών και αγνώστων πηγών της Ιστορίας, την κριτική θεώρηση των δογμάτων της αυθεντίας που προβάλλονται από το παρελθόν και το παρόν, την αξιολόγηση των επιστημονικών αποτελεσμάτων που μας παραδόθηκαν, τον ελεύθερο διάλογο σε όλα τα επιστημονικά ζητήματα, την αυστηρή επιστημονική μέθοδο, την τεκμηριωμένη και γλωσσικά άρτια διατύπωση των συμπερασμάτων της».
Στον εσωτερικό Κανονισμό τίθενται επίσης και άλλα γενικότερα θέματα, όπως τα προβλήματα μεθόδου των ιστορικών επιστημών, η ανάγκη να προωθηθεί η επιστημονική έρευνα και μελέτη των πηγών της ιστορίας, έτσι ώστε να γίνει δυνατό το πέρασμα από την ανάλυση στη σύνθεση, καθώς και το θέμα της διαμόρφωσης των νέων ιστορικών, το οποίο ο Κανονισμός αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία: «Η Εταιρεία μας ιδρύθηκε από νέους (...), στρέφεται κυρίως προς τους νέους και θέτει σκοπό της να στηρίξη την προσπάθειά τους να καλύψουν τις ελλείψεις των σπουδών τους και να αποκτήσουν επιστημονική συγκρότηση».
Αυτοί ήταν σε γενικές γραμμές οι σκοποί και οι κατευθύνσεις της Ελληνικής Παλαιογραφικής Εταιρείας. Σε πρακτικό επίπεδο, οι στόχοι της θα πραγματοποιούνταν, σύμφωνα με το Καταστατικό, με την έκδοση περιοδικού συγγράμματος ή άλλων δημοσιευμάτων, «δια της οργανώσεως επιστημονικών ανακοινώσεων, διαλέξεων και ερευνητικών αποστολών εις κέντρα αρχειακών κ.λ.π. συλλογών, ως και δια παντός άλλου τρόπου ον η Εταιρεία ήθελε κρίνει πρόσφορον...». Τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας ήταν είκοσι: 13 φοιτητές, 5 φιλόλογοι και ιστορικοί, οι οποίοι είχαν πάρει πρόσφατα πτυχίο, και 2 πανεπιστημιακοί βοηθοί. Μέσα στο 1971 ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 27, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1975, έφτασαν τα 45.
Μια από τις πρώτες εκδηλώσεις της Ελληνικής Παλαιογραφικής Εταιρείας ήταν η οργάνωση κλειστών συναντήσεων με ομιλίες και συζητήσεις. Στις συναντήσεις αυτές, που γίνονταν σε σπίτια μελών, καθώς η Εταιρεία δεν είχε ακόμη δική της στέγη (τα Γραφεία της στην οδό Ισαύρων, όπου στεγαζόταν έως τον Μάρτιο του 1992, νοικιάστηκαν το 1974), μέλη της Εταιρείας αναλάμβαναν να παρουσιάσουν θέματα και βιβλία της επιλογής τους που προσφέρονταν για συζήτηση. Σημειώνουμε, από μνήμης, την εισήγηση του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη για την «Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία» και τις ομιλίες του Ντίνου Ντόκου με θέμα «Μαρξ και Ιστορικός υλισμός» και του Χρήστου Λούκου με θέμα «Ο Καποδίστριας και οι Έλληνες ιστορικοί». Οι περισσότερες ομιλίες όμως είχαν τη μορφή, βιβλιοπαρουσιάσεων. Σημειώνουμε παρακάτω, από μνήμης πάντα, μερικούς τίτλους βιβλίων με τα ονόματα των εισηγητών: Χρήστος Καρούζος, Περικαλλές άγαλμα εξεποίησ' ουκ αδαής, 1946 (Ροζίνα Κολώνια)· Γιώργος Βελουδής, Alexander der Grosse. Ein alter Neugrieche, 1969 (Όλγα Γκράτζιου)· Ε. H. Carr, What is History?, 1961 (Ελένη Γαρδίκα)· Ε. J. Hobsbawm,: Bandits, 1969 (Κατερίνα Γαρδίκα)· Χρύσανθος Χρήστου, Πολιτισμός και Ιστορία, 1973 (Κώστας Λάππας)· Κατερίνα Κακούρη, Διονυσιακά, 1963 (Μαίρη Καράπα)· Margaret Mead, Sex and Temperament in three Primitive Societies, 1968 (Ελευθέριος Αλεξάκης)· Jan Vansina, Oral Tradition. A Study in Historical Methodology, 1965 (Ε. Αλεξάκης)· Udo Kultermann, Geschichte der Kunstgeschichte, 1966 (Δημ. Τριανταφυλλόπουλος). Η ευρύτητα της θεματολογίας των βιβλιοπαρουσιάσεων είναι χαρακτηριστική της σύνθεσης και της ποικιλίας των ενδιαφερόντων των μελών της Εταιρείας την εποχή αυτή.
Οι βιβλιοπαρουσιάσεις και ομιλίες σε σπίτια μελών κράτησαν ως το 1974, που η Εταιρεία στεγάστηκε στα Γραφεία της οδού Ισαύρων, οπότε οι συναντήσεις μεταφέρθηκαν εκεί. Στα Γραφεία της Εταιρείας έγιναν για ένα διάστημα και μαθήματα ελληνικής και λατινικής παλαιογραφίας από τον Κων. Ντόκο και τον Νίκο Μοσχονά, ενώ την άνοιξη του 1975 οργανώθηκε στον ίδιο χώρο, με τη φροντίδα του Ν. Μοσχονά και της Κατερίνας Γαρδίκα, μια έκθεση φωτογραφιών με χάρτες ελληνικών νησιών και φορεσιές από δύο βιβλία του 16ου αιώνα: Thomaso Porcacchi, L'isole piωu famose del mondo (Βενετία 1576) και Cesare Vecellio, Habiti antichi et moderni di tutto il mondo (Βενετία 1598).
Πέρα από τις επιστημονικές συναντήσεις και τις άλλες εκδηλώσεις, η Εταιρεία άρχισε να εκδίδει από το 1971 το ετήσιο περιοδικό Μνήμων, που συνεχίζεται έως σήμερα. Σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό του 1972, όπως τροποποιήθηκε το 1977, τη φροντίδα για την έκδοση κάθε τόμου έχει η Συντακτική Επιτροπή, η οποία ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και έχει καθήκον να αναζητήσει εργασίες για τον τόμο, να επισημάνει τις τυχόν ελλείψεις τους και σε συνεργασία με τους συγγραφείς να φροντίσει για την ουσιαστική βελτίωσή τους. Στο περιοδικό δημοσιεύονται μελέτες μελών της Εταιρείας αλλά και άλλων που δεν ανήκουν σ' αυτήν, ενώ παράλληλα επιδιώκεται η ενθάρρυνση των νεότερων σε ηλικία συναδέλφων. Για τον σκοπό αυτόν παραχωρείται το ένα τέταρτο περίπου των σελίδων του περιοδικού σε νέους που βρίσκονται στο στάδιο των πρωτολείων και των αναζητήσεων και δημοσιεύουν για πρώτη φορά επιστημονική εργασία. Η προσπάθεια αυτή μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε, αφού ένας σημαντικός αριθμός συγγραφέων έκαναν τις πρώτες δημοσιεύσεις τους στον Μνήμονα, με την παρότρυνση ή τη βοήθεια συχνά παλαιότερων μελών της Εταιρείας.
Οι δημοσιευόμενες μελέτες καλύπτουν χρονικά όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας, από την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια. Έτσι, αν ξεφυλλίσει κανείς τον δεύτερο και τον τρίτο τόμο του Μνήμονα (1972, 1973) θα διαπιστώσει ότι από τις 20 μελέτες που δημοσιεύονται σ' αυτούς οι μισές περίπου αναφέρονται στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο και οι υπόλοιπες στον 19ο κυρίως αιώνα (βλ. Παράρτημα, Εκδόσεις). Ένα ανάλογο άνοιγμα υπάρχει και στη θεματολογία, αφού από τις 20 μελέτες των παραπάνω δυο τόμων τέσσερις αναφέρονται σε γλωσσολογικά και φιλολογικά θέματα, τρεις στην αρχαιολογία, μία στη φιλοσοφία και οι άλλες στην ιστορία γενικά. Η χρονική και θεματολογική ευρύτητα του περιοδικού την εποχή αυτή αντανακλά, ασφαλώς, την ποικιλία των ενδιαφερόντων των μελών της Εταιρείας. Περισσότερο όμως θα λέγαμε ότι αποτελούσε έκφραση της αντίληψης ότι ο Μνήμων έπρεπε να είναι ανοιχτός σε όλους εκείνους που ασχολούνταν γενικά, με τις ιστορικοφιλολογικές επιστήμες, και οι οποίοι, για διάφορους λόγους, δεν είχαν πάντοτε πρόσβαση στα καθιερωμένα περιοδικά.
Η πλειονότητα, πάντως, των εργασιών του περιοδικού αναφέρεται στη νεοελληνική ιστορία, η οποία συγκεντρώνει άλλωστε και το ενδιαφέρον των περισσότερων μελών της Εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς του ενδιαφέροντος αυτού συγκροτήθηκε το 1973 μια ομάδα εργασίας, που ανέλαβε τη σύνταξη και έκδοση της Βιβλιογραφίας της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού του τρέχοντος έτους. Για τη συλλογική αυτή προσπάθεια, η οποία συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια, γίνεται λόγος στη σελίδα «Συλλογικές εργασίες».
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Η Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία λειτούργησε με το όνομα αυτό τέσσερα χρόνια. Τον Ιούνιο του 1975 αποφασίστηκε, μετά από συζητήσεις γύρω από τον χαρακτήρα και τους προσανατολισμούς της Εταιρείας, η αναθεώρηση του Καταστατικού της και η μετονομασία της σε Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού (EMNE). Οι λόγοι που προκάλεσαν την αλλαγή αυτή ήταν, πρώτον το γεγονός ότι η πλειονότητα των ενεργών μελών της Εταιρείας ενδιαφέρονταν ή ασχολούνταν ήδη με τη μελέτη του νέου ελληνισμού και δεύτερον η πεποίθηση ότι η Εταιρεία, εντοπίζοντας το ενδιαφέρον της σε μια συγκεκριμένη και πιο οικεία στα μέλη της ιστορική περίοδο, θα είχε την δυνατότητα να παίξει ενεργητικότερο ρόλο στο χώρο της ελληνικής ιστοριογραφίας. Θα μπορούσε, δηλαδή, ως συλλογικό σώμα, να ασχοληθεί συστηματικότερα και σε βάθος με την έρευνα και μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, να διευρύνει τους ορίζοντες και την προβληματική της και να συμμετάσχει, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, στις μεμονωμένες ακόμη προσπάθειες για την ανανέωση της ελληνικής ιστοριογραφίας. Οι νέοι αυτοί προσανατολισμοί διαγράφονται στον εσωτερικό Κανονισμό της ΕΜΝΕ που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 1977.
Σύμφωνα με αυτόν, σκοπός της ΕΜΝΕ είναι ή προαγωγή της νεότερης ελληνικής ιστορίας σε όλες τις εκφράσεις της. Αντικείμενο της, δηλαδή, έχει την καθολική θεώρηση των γεγονότων και των φαινομένων πού συνιστούν την Ιστορία του ελληνισμού από το τέλος του μεσαίωνα ως τα νεότερα χρόνια. Οι επιστημονικοί προσανατολισμοί της Εταιρείας επικεντρώνονται στα εξής σημεία: α) στον προβληματισμό πάνω στην Ιστορία καθεαυτήν ως επιστήμη του ανθρώπου, β) στην προσπάθεια για την ανανέωση της μεθοδολογίας και των πρακτικών της ιστορικής επιστήμης, με αφετηρία «την άρνηση της περιγραφικότητας και της γραμμικής αντίληψης της ιστορίας», γ) στη συμβολή της για το ξεπέρασμα των αδυναμιών που αντιμετωπίζει η νεοελληνική ιστοριογραφία από την έλλειψη εργασιών υποδομής και δ) στο σταδιακό άνοιγμα της στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, αφού η ιστοριογραφία δεν νοείται ως μια «στατική ακαδημαϊκή απασχόληση», αλλά ως μια δυναμική κοινωνική επιστήμη από την άποψη τόσο του περιεχομένου της όσο και των προσανατολισμών της.